τραγουδιστής, ο, πλ. τραγουδιστές κ. τραγουδιστάδες, οι, ουσ.
[<μσν. τραγουδιστής, από το θέμα αορ. του ρ. τραγουδώ + κατάλ. -ής], ο
τραγουδιστής. 1. (στη γλώσσα της αργκό) ο λαιμός, το λαρύγγι: «του ’δωσε
μια με την κόψη της παλάμης του στον τραγουδιστή του και του κόπηκε η αναπνοή».
2. (στη νεοαργκό) το κεφάλι, ιδίως το κέντρο του μετώπου
- θα σου την ρίξω στον τραγουδιστή, (απειλητικά στη νεοαργκό) θα σε
χτυπήσω στο κέντρο του μετώπου σου, θα σε χτυπήσω στο δοξαπατρί: «μη μου πας
συνέχεια κόντρα, γιατί θα χάσω την υπομονή μου και θα σου τη ρίξω στον τραγουδιστή»·
-
του την έριξα στον τραγουδιστή, (στη νεοαργκό) τον χτύπησα στο κέντρο
του μετώπου του, τον χτύπησα στο δοξαπατρί: «με την πρώτη ευκαιρία,10 του την
έριξα στον τραγουδιστή και τον ξάπλωσα κάτω».